- κατεπαμύνω
- κατεπαμύνω (Α)επιτ. τ. τού επαμύνω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐπ-αμύνω «βοηθώ, υπερασπίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
κατεπαμύνεσθαι — κατεπαμύ̱νεσθαι , κατεπαμύνω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)